Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεζεδάκι — το 1. μικρός πρόχειρος μεζές 2. στον πληθ. τα μεζεδάκια εντόσθια αρνιού μαγειρεμένα ή τηγανιτά … Dictionary of Greek
μεζεδάκι — το (λ. τουρκ.), μικρός μεζές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)